-
1 ἄνθος
1 blossomaδένδρεά τ' οὐκ ἐθέλει πάσαις ἐτέων περόδοις ἄνθος εὐῶδες φέρειν πλούτῳ ἴσον N. 11.41
b pl., blossoms, wreaths, garlandsἐς ἀδελφεὸν Χάριτες ἄνθεα τεθρίππων ἄγαγον O. 2.50
τῶν ἄνθεσι Διαγόρας ἐστεφανώσατο δίς O. 7.80
Καδμεῖοί νιν οὐκ ἀέκοντες ἄνθεσι μείγνυον N. 4.21
ἀνθέων ποιάεντα φέρε στεφανώματα (Hermann: ἄνθεα codd.) N. 5.54δύο μὲν σέ τ' ἐνόσφισε καὶ Πολυτιμίδαν κλᾶρος προπετὴς ἄνθἐ Ὀλυμπιάδος N. 6.63
τὰν δὲ λαῶν γενεὰν δαρὸν ἐρέπτοι σώφρονος ἄνθεσιν εὐνομίας Pae. 1.10
c met.ἐμῶν δ' ὕμνων ἄεξ εὐτερπὲς ἄνθος O. 6.105
αἴνει δὲ παλαιὸν μὲν οἶνον, ἄνθεα δ' ὕμνων νεωτέρων O. 9.48
“ σὸν δ' ἄνθος ἥβας ἄρτι κυμαίνει” P. 4.158κόρον δ' ἔχει καὶ μέλι καὶ τὰ τέρπν ἄνθἐ Ἀφροδίσια N. 7.53
ἄν]θεα τοια[υτ ] ὑμνήσιος δρέπῃ (supp. Lobel.) Pae. 12.4 -
2 ἄρτι
1 lately, i. e. just now “ σὸν δ' ἄνθος ἥβας ἄρτι κυμαίνει” P. 4.158 -
3 σός
1 youra of the victor,σὸς πατήρ N. 4.14
προπάτωρ σὸς (Boeckh: ὁ σὸς codd.) N. 4.90b of a personified place or cityτὰν σὰν πόλιν αὔξων, Καμάρινα O. 5.4
ἀλλ' ὦ Πίσας εὔδενδρον ἐπ Ἀλφεῷ ἄλσος μέγα τοι κλέος αἰεί, ᾧτινι σὸν γέρας ἕσπετ ἀγλαόν O. 8.11
σόν τε, Κασταλία, πάρα Ἀλφεοῦ τε ῥέεθρον O. 9.17
[Ἄβδ]ηρε, καὶ στ[ρατὸν] ἱπποχάρμαν [σᾷ] βᾳ πολέμῳ τελευταίῳ προβιβάζοις (supp. Bury: εὐ]δίᾳ Fraccaroli) Πα. 2. 1. ὁ πάντα τοι τά τε καὶ τὰ τεύχων σὸν ἐγγυάλιξεν ὄλβον (sc. Αἴγινα) Pae. 6.133c of gods κείνων λυθέντες σαῖς ὑπὸ χερσίν, ἄναξ (Zeus?) fr. 35. τὸ σὸν αὐτοῦ μέλι γλάζεις (Wil.: τὸ σαυτοῦ, σαυτὰ codd. Theocriti: τὸ σαυτῷ Ahrens: alii alia coni.: sc. Πάν) fr. 97. cf. a hero σόν τε, Περικλύμεν' εὐρυβία (sc. κλέος) P. 4.175d in direct speech “ σὸν δ' ἄνθος ἥβας ἄρτι κυμαίνει” P. 4.158 -
4 ἥβα
ἥβα (-α, -ας, -ᾳ, -αν.)1 youth, youthful spirit “ σὸν δ' ἄνθος ἥβας ἄρτι κυμαίνει” P. 4.158διδύμους υἱοὺς κεχλάδοντας ἥβᾳ P. 4.179
θυμὸν ἐκδόσθαι πρὸς ἥβαν P. 4.295
ἄδικον οὔθ' ὑπέροπλον ἥβαν δρέπων P. 6.48
ἐμπεδοσθενέα βίοτον ἁρμόσαις ἥβᾳ λιπαρῷ τε γήραι N. 7.99
ἥβαν γὰρ οὐκ ἄπειρον ὑπὸ χειᾷ καλῶν δάμασεν (contra Bury, band of youths) I. 8.70 εὖτ' ἂν ἴδω παίδων νεόγυιον ἐς ἥβαν fr. 123. 12. κατὰ μὲν φίλα τέκν' ἔπεφνεν θάλλοντας ἥβᾳ fr. 171.2 pro pers., Hebe wife of Herakles.τερπνᾶς δ' ἐπεὶ χρυσοστεφάνοιο λάβεν καρπὸν Ἥβας O. 6.58
χρυσοστεφάνου δέ οἱ Ἥβας καρπὸν ἀνθήσαντ' ἀποδρέψαι ἔθελον P. 9.109
( Ἡρακλέα)δεξάμενον θαλερὰν Ἥβαν ἄκοιτιν N. 1.71
ἄνευ σέθεν (= Ἐλειθυίας)οὐ τεὰν ἀδελφεὰν ἐλάχομεν ἀγλαόγυιον Ἥβαν N. 7.4
( Ἡρακλέης)οὗ κατ' Ὄλυμπον ἄλοχος Ἥβα τελείᾳ παρὰ ματέρι βαίνοισ ἔστι καλλίστα θεῶν N. 10.18
Ἥβαν τ' ὀπυίει (sc. Ἡρακλέης) I. 4.65 -
5 κυμαίνω
κῡμαίνω act.,1 swell into bloom intrans., met. “ σὸν δ' ἄνθος ἥβας ἄρτι κυμαίνει” P. 4.158 med., of people under emotional stress, ὃς μὴ πόθῳ κυμαίνεται is not swollen with longing fr. 123. 4. -
6 κῡμαίνω
κῡμαίνω, wallen, wogen, Wellen schlagen; πόντος κυμαίνων Il. 14, 229 Od. 4, 425 u. öfter; κυμαίνει τὸ ὑγρὸν ἄνω καὶ κάτω Plat. Phaed. 112 b; Sp. auch trans., ϑάλατταν, in Wellen aufregen, Luc. D. Mar. 7, 1; u. pass., μεγάλῳ πνεύματι κυμανϑὲν τὸ πέλαγος, das in Wogen aufgeregte Meer, Plut. Anton. 66. – Oft übertr. von leidenschaftlichen Gemüthszuständen, aufwallen, aufbrausen; ὃς μὴ πόϑῳ κυμαίνεται Pind. frg. 88; vgl. οἴστρῳ ϑεοὺς κυμήνας Alcaeus 11 ( Plan. 196); Pind. sagt auch σὸν ἄνϑος ἥβας ἄρτι κυμαίνει, die Jugendblüthe schäumt, wallt auf, P. 4, 158; πέμπει γεγωνὰ Ζηνὶ κυμαίνοντ' ἔπη, gleichsam eine Fluth von Worten, Aesch. Spt. 425; κυμαίνουσα ἐκ τῆς ἐπιϑυμίας Ael. H. A. 7, 15, öfter; vom Haß, Plat. Legg. XI, 930 a. – Anschwellen, κυμαίνετο γαστήρ Nonn. D. 8, 7; vgl. Opp. C. 1, 358; κυστίδα, eine volle Blase haben, 4, 443; – vom Heere, aus der graden Linie herauskommen, Plut. Pomp. 69, Arr. An. 2, 10, 4.
-
7 κῡμαίνω
κῡμαίνω, wallen, wogen, Wellen schlagen; auch trans., ϑάλατταν, in Wellen aufregen; u. pass., μεγάλῳ πνεύματι κυμανϑὲν τὸ πέλαγος, das in Wogen aufgeregte Meer. Oft übertr. von leidenschaftlichen Gemütszuständen: aufwallen, aufbrausen; σὸν ἄνϑος ἥβας ἄρτι κυμαίνει, die Jugendblüte schäumt, wallt auf; πέμπει γεγωνὰ Ζηνὶ κυμαίνοντ' ἔπη, gleichsam eine Flut von Worten; vom Haß. Anschwellen; κυστίδα, eine volle Blase haben; vom Heere, aus der graden Linie herauskommen
См. также в других словарях:
κυμαίνω — (AM κυμαίνω) [κύμα] 1. (για θάλασσα) υψώνομαι σε κύματα, κυματίζω, εξογκώνομαι, φουσκώνω («ὑπό πόντον ἐδύσετο κυμαίνοντα», Ομ. Οδ.) 2. (για γραμμή στρατιωτών) κινούμαι όπως το κύμα, ελίσσομαι, κινούμαι κυματοειδώς («τῆς δ ὑφ αὑτῷ στρατιᾱς τὸ… … Dictionary of Greek